κοπανάω κ. κοπανώ, ρ. [<κοπανίζω], κοπανάω. 1. χτυπώ κάποιον ή κάτι δυνατά: «κοπάνησε μια την πόρτα πίσω του και βγήκε νευριασμένος απ’ το δωμάτιο». (Λαϊκό τραγούδι: ετσάκωνε το χάρακα κι όλο με κοπανούσε,με μαύριζε απ’ τις ψιλές κι ύστερα μ’ αμολούσε).2. πίνω οινοπνευματώδη ποτά: «κοπάνησε στα όρθια ένα ουισκάκι κι έφυγε». (Λαϊκό τραγούδι: φέρτε μου να κοπανήσω για να πάω να την τσακίσω, να μεθύσω και με μπίρα κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα!). 3. υπενθυμίζω συνέχεια σε κάποιον μια λανθασμένη ενέργειά του, κάποιο ατόπημά του ή απειλώ συνεχώς κάποιον με κάποια ενέργειά μου που δε θα του είναι αρεστή: «μια ζωή θα του κοπανάω που μ’ άφησε ξεκρέμαστο, όταν του ζήτησα τη βοήθειά του || μη μου κοπανάς συνέχεια πως θα χωρίσουμε». (Λαϊκό τραγούδι: μου κοπανάς κάθε φορά πως θα μ’ αφήσεις μόνη και σου το λέω καθαρά τ’ αφτί μου δεν ιδρώνει
- μου την κοπάνησε, έφυγε από κοντά μου χωρίς να το καταλάβω, μου την έσκασε: «τη στιγμή που στάθηκα στο περίπτερο ν’ αγοράσω τσιγάρα, μου την κοπάνησε». (Λαϊκό τραγούδι: απότομα, μου την κοπάνησες απότομα, δε μου ξηγήθηκες φιλότιμα κι έφυγες μ’ άλλον μια βραδιά
- στο (στα, το) κοπανάω, επαναλαμβάνω συνέχεια τα ίδια λόγια, ιδίως τις ίδιες συμβουλές σε κάποιον ή υπενθυμίζω συνέχεια σε κάποιον μια λανθασμένη ενέργειά του ή κάποιο ατόπημά του: «μια ζωή στο κοπανάω πως πρέπει να κόψεις τις παλιοπαρέες, αλλά εσύ κάνεις πάντα του κεφαλιού σου || αν είναι μετά να μου το κοπανάς για χρόνια πως με βοήθησες, καλύτερα να μένει! || μια φορά έκανα κι εγώ ένα λάθος και μου το κοπανάς συνέχεια!». (Λαϊκό τραγούδι: μου κοπανάς κάθε φορά πως θα μ’ αφήσεις μόνη και σου το λέω καθαρά τ’ αφτί μου δεν ιδρώνει
- τα κοπανάω, α. πίνω συστηματικά οινοπνευματώδη ποτά και μεθώ, είμαι πότης: «όλο το βράδυ τα κοπανούσε με το φίλο του». (Λαϊκό τραγούδι: ποτήρια σπάει, τα κοπανάει, σκίζεται για μια μελαχρινή, μα στη σούρα του ζητάει και καμιά ξανθή). β. μιλώ απροκάλυπτα, χωρίς υπεκφυγές και σε έντονο τόνο: «ό,τι θέλω να πω, τα κοπανάω χωρίς να υπολογίζω κανέναν»·
- την κοπανάω, α. δραπετεύω, φεύγω: «την ώρα που έβαζαν τους άλλους στην κλούβα, εγώ βρήκα την ευκαιρία και την κοπάνησα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγάπαγα και έλεγα πως είχες λίγη μπέσα κι εσύ μου την κοπάναγες γιατ’ ήσουνα μπαμπέσα).β. ξεφεύγω από μια δύσκολη κατάσταση: «μόλις είδα πως αγρίεψαν τα πράγματα, την κοπάνησα». γ. αποχωρώ απαρατήρητος από κάπου: «την ώρα που οι άλλοι χασκογελούσαν, εγώ την κοπάνησα». δ. το σκάω από τη δουλειά μου, κάνω κοπάνα: «έχω δυο μέρες άδεια, θα την κοπανήσω κι άλλη μια κι έτσι θα μπορέσω να πάω στο χωριό μου». ε. αποφεύγω να κάνω κάτι που είναι μέσα στα καθήκοντά μου, αλλά μου είναι δυσάρεστο, δεν συμμετέχω σε κάποια υποχρέωσή μου, λουφάρω: «όταν έχουμε πολλή δουλειά, την κοπανάω στο υπόγειο για να τακτοποιήσω δήθεν το εμπόρευμα || έπρεπε να ’μουν στο σπίτι τώρα, γιατί κάνουμε μετακόμιση, αλλά την κοπάνησα για να βγω ραντεβού με την γκόμενα»·
- την κοπάνησε αλά γαλλικά, βλ. λ. αλά·
- τον κοπανάω, τον δέρνω άγρια: «τον εκνεύρισε τόσο πολύ που, όταν τον έπιασε στα χέρια του, τον κοπανούσε μια ώρα»·
- του την κοπανάω, τον εξαπατώ, τον ξεγελώ: «μου ’κανε πολύ τον έξυπνο, μέχρι που του την κοπάνησα κι έβαλε μυαλό».